- αἱρετικῆς
- αἱρετικόςable to choosefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μανιχαίος — ο (AM Μανιχαῑος) 1. άλλη ονομασία τού Μάνεντος, τού ιδρυτή τού Μανιχαϊσμού 2. οπαδός τής αιρετικής διδασκαλίας τού Μάνεντος … Dictionary of Greek
άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… … Dictionary of Greek
αρειανισμός — Αιρετική διδασκαλία του 4ου αι. μ.Χ. σχετικά με τη θεότητα του Ιησού Χριστού. Χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη κρίση στους κόλπους του χριστιανισμού, που συγκλόνισε και συντάραξε βαθύτατα την εκκλησία και την πολιτεία. Ο α. οφείλει την αρχή και τη… … Dictionary of Greek
εξωμοσία — Πανηγυρική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του θέση. Η ε. ως θρησκευτική πράξη του χριστιανισμού είναι γνωστή από τον 5o αι. Τότε, η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο ότι για να δεχτεί… … Dictionary of Greek
συννεφιά — η / συννέφεια, ΝΜΑ, και λόγιος τ. συννέφεια Ν, και συννεφιά ΝΜ [συννεφής] επικάλυψη τού ουρανού με σύννεφα, συσσώρευση νεφών νεοελλ. μτφ. θλίψη, στενοχώρια («τα μάτια τζι ξεφέξασι, τη συννεφίαν έδιωξα», Ερωτόκρ.) μσν. μτφ. σκοτεινιά («ἵνα… … Dictionary of Greek
σύμφυρση — η /σύμφυρσις, ύρσεως, ΝΜΑ [συμφύρω] 1. συμφυρμός 2. (κατ επέκτ.) σύγχυση («καθαροὺς ποιεῑν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.) … Dictionary of Greek
Καπύη — Αρχαία πόλη της ιταλικής Καμπανίας. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, είχε ιδρυθεί από τον Κάπυ, που ήταν τρωικής καταγωγής και πατέρας του Αγχίση. Το 434 π.Χ. οι Σαμνίτες επωφελήθηκαν από τις εσωτερικές προστριβές των κατοίκων της και κυρίευσαν … Dictionary of Greek
ГНОСТИЦИЗМ — совокупность религиозно философских движений эпохи позднего эллинизма, выразившихся в ряде систематических учений, сформулированных во II в. и имевших следующие характерные черты: 1) дуализм, относящий творение материального мира и его историю к… … Православная энциклопедия